Αν χρειάζονταν από μία ολόκληρη σεζόν να απομονωθεί ένα και μόνο παιχνίδι ώστε βάσει αυτού να αποδοθεί η συνολική εικόνα μιας ομάδας, το καλούπι της, ο χαρακτήρας της, τα καλά και τα στραβά της, ο πάγκος της, ο χαρακτήρας και ο προπονητής της, τα πάντα… όλα της, τότε για τη φετινή ΑΕΚ, αυτό θα ήταν το χτεσινοβραδινό (23/4) στο Φάληρο.
Όχι γιατί το κέρδισε. Το αποτέλεσμα, εν προκειμένω, είναι το λιγότερο χαρακτηριστικό (της). Ακόμη και ο χρονισμός, δεν είναι το πρώτιστο. Χρονισμός τόσο ως προς τη μεγάλη εικόνα – στο μισό ακριβώς των playoffs, μια εβδομάδα πριν τον τελικό του πρωταθλήματος στη Λεωφόρο – όσο και ως προς την απόλυτα συγκεκριμένη αποτύπωση της στιγμής: η ΑΕΚ ξεκίνησε το παιχνίδι της γνωρίζοντας πως ο Παναθηναϊκός προηγούνταν στο ημίχρονο στην Τούμπα και το πήρε μετά την ισοφάριση του Ολυμπιακού, επίσης έχοντας μάθει πως οι «πράσινοι» τελικά επικράτησαν του ΠΑΟΚ.
Ο τρόπος είναι. Ο συγκεκριμένος τρόπος. Γοητευτικός σε πολλά στο μάτι, καινοφανής ποδοσφαιρικά σε επίσης αρκετά στα μέρη μας, μα ελάχιστα προσαρμόσιμος στις ιδιαίτερες απαιτήσεις εκάστου ενός αγώνα, σπανίως κυνικός, αλλά αντίθετα απόλυτα συναισθηματικός, γεμάτος ροή, κίνηση, νεύρο.
Η ίδια η ΑΕΚ που έκανε παρέλαση στο πρώτο ημίχρονο, ξεγυμνώνοντας ολοκληρωτικά ακόμη και την ελάχιστη λογική μιας αντίπαλης ενδεκάδας με τα περίφημα τρία δεκάρια ταυτόχρονα στο γήπεδο (αλλά κατ’ ουσία το μοναδικό, τον Φορτούνη, παροπλισμένο στην εξυπηρέτηση μιας ανεδαφικής ιδέας), η ίδια η ΑΕΚ ήταν που επανέλαβε – χωρίς να το έχει μάθει – το μάθημα του αντίστοιχου πρώτου ημιχρόνου, στο ίδιο γήπεδο, με τον ίδιο αντίπαλο, του περασμένου Νοεμβρίου.
Τότε, βέβαια, παρά την κυριαρχία της, γκολ δεν πανηγύρισε. Και χτες όμως, το ότι έφτασε στην ανάπαυλα έχοντας σημειώσει μόνο ένα, ούτε την κολακεύει και ούτε αναδεικνύει το πόσο ήταν ανώτερη των “ερυθρόλευκων”. Μόνη της, ουσιαστικά, έπαιζε στο συγκεκριμένο διάστημα.
Και φάνηκε ανεπίδεκτη από την επανάληψη και της αντίδρασης του αντιπάλου της στο ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου. Αυτή του Ολυμπιακού στο τέλος του φθινοπώρου δεν της είχε κοστίσει μια ήττα, πέραν του φρεναρίσματος του ρυθμού που τότε είχε.
Η χτεσινή έφερε μια ισοφάριση και αναπάντεχο – βάσει της πρότερης εικόνας – ζόρι για ένα τέταρτο, έστω και αν δεν συνοδεύτηκε με κάποιες ουσιαστικές περαιτέρω απειλές. Ισοφάριση δώρο, συνέχεια διαφορετική της αναποτελεσματικότητας του πρώτου ημιχρόνου.
Η ίδια ΑΕΚ που – για παράδειγμα, ένα μόνο από τα πολλά – θα ξεδιπλώσει αντεπίθεση με τον δεξιό της μπακ να παίζει το «ένα – δύο» στα όρια της περιοχής του Ολυμπιακού κάνοντας τακουνάκι, η ίδια ΑΕΚ θα υποπέσει σε διαδοχικά λάθη, τεσσάρων διαφορετικών παικτών, σε διαφορετική συνθήκη στην ίδια φάση, λες και προσπαθούσε, σώνει και ντε, να σπρώξει την μπάλα στα δίχτυα της.
Οι στόπερ που σε ροή παιχνιδιού βρέθηκαν σε θέση φορ
Η ίδια ΑΕΚ όμως που έχανε, για δεύτερη φορά φέτος στο ίδιο γήπεδο, το ένα γκολ πίσω από το άλλο, δέχτηκε αναπάντεχη ισοφάριση, ξεπέρασε τη θολούρα και τη φούρια που αυτή έφερε στον Ολυμπιακό, ισορρόπησε, αξιοποίησε για ακόμη μια φορά το βάθος του πάγκου της (κάτι που δεν υπήρχε στην άλλη πλευρά) και βρήκε φάσεις, πήρε τη νίκη, βάζοντας τους στόπερ της, διαδοχικά και τους δύο, στην αντίπαλη περιοχή σε ανοιχτό παιχνίδι.
Πρώτα με τον Μουκουντί, ο οποίος αφού αρχικά έκοψε στα όρια της σέντρας, προσπέρασε τρεις αντιπάλους και αντί να γυρίσει έχοντας κάνει τη δουλειά του, πάσαρε και συνέχισε την κίνηση ως την αντίπαλη περιοχή, βγαίνοντας στην πλάτη των κεντρικών αμυντικών του Ολυμπιακού, πήρε ξανά την μπάλα, πλάσαρε σωστά, αλλά ο εξαιρετικός Πασχαλάκης του στέρησε το γκολ.
Και λίγο αργότερα, με τον Βίντα αυτή τη φορά να έχει μείνει δίπλα δίπλα στην περιοχή του Ολυμπιακού με τον Λιβάι Γκαρσία και από αυτόν να δέχεται την μπάλα στον χώρο, με το κυνήγι της μαζί με τον Ρεάμπτσιουκ να οδηγεί στο πέναλτι που έδωσε στους «κιτρινόμαυρους» ξανά κεφάλι στο σκορ.
Συζητήσιμος ο καταλογισμός, σύμφωνοι. Εδώ όμως δεν κρίνεται αυτό. Εδώ σημειώνεται πως για δεύτερη φορά μέσα σε ένα πεντάλεπτο, μια ομάδα έβγαλε σε ροή παιχνιδιού δύο φορές φάτσα με το γκολ, εν τέλει προκαλώντας το, τους κεντρικούς αμυντικούς της.
Η επανάληψη – πόσο μάλλον σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα – αναιρεί μέρος της τυχαιότητας, ή έστω, πιστώνει τόσα που ξεπερνάνε όλα τα υπόλοιπα.
Και όλο αυτό χωρίς η ΑΕΚ να αλλάξει κάτι ουσιαστικά, χωρίς να κάνει ή να δείξει κάτι μη αναμενόμενο. Από τη σέντρα κιόλας. Πίστη στο πλάνο, εφαρμογή μιας τακτικής που δούλεψε παρότι τότε, τον Νοέμβριο, δεν μετουσιώθηκε σε γκολ, έλλειψη ανησυχίας από τον σχηματισμό και τα πρόσωπα που τον στελέχωσαν στην αντίπαλη μεριά του γηπέδου;
Ό,τι κι αν ήταν, έναν καθαρόαιμο αμυντικό χαφ έβαλε το φθινόπωρο από την αρχή στο Καραϊσκάκης ο Αλμέιδα, έχοντας τον Πινέδα τότε στο πλάι του Γιόνσον (ο Σιμάνσκι ήταν άρρωστος), με έναν ξεκίνησε και χτες, τον Πολωνό αυτή τη φορά και τον Μεξικανό, πάλι, στο κέντρο.
Αυτά τα μικρά μικρά, συνθέτουν το παζλ της φυσιογνωμίας της φετινής ΑΕΚ. Δημιουργούν τάση και χαρακτηριστικά απολύτως ευδιάκριτα, που ακόμη και αν δεν επιβεβαιώνονται πάντα (δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά), εν τούτοις είναι τόσο έντονα, τόσο επίμονα επαναλαμβανόμενα και δηλωτικά συγκεκριμένου χαρακτήρα και προσέγγισης, που πλέον παγιώνεται η πεποίθηση για το τι ακριβώς περιμένουν όλοι από την Ένωση στο γήπεδο.
Ανεξαρτήτως αν της βγαίνουν ή όχι, ανεξαρτήτως αν είναι επιτυχημένα (που δεν είναι πάντα), είναι πλέον απολύτως αναμενόμενα από όλους, όπως και η συνέπεια στη μεθοδολογία, στην τακτική και στη φιλοσοφία.
Μπορεί να μην είναι συνηθισμένα, εννοείται πως – όπως κάθε τι στο ποδόσφαιρο – κρίνονται και θα κριθούν τελικά από το αποτέλεσμα, αλλά είναι ξεκάθαρο από το κάθε τι, πως στην ομάδα, στα αποδυτήρια, στον πάγκο, έχουν δεχτεί πως έτσι έφτασαν ως εδώ, έτσι είναι και λειτουργούν ως γκρουπ, έτσι παίζουν και έτσι θα πάνε ως το τέλος.
Είτε χάσουν, είτε κερδίσουν ένα παιχνίδι. Είτε χάσουν είτε κερδίσουν έναν τίτλο, είτε χάσουν είτε κερδίσουν ένα νταμπλ. Με τον τρόπο τους.